δεδαϊγμένος

δεδαϊγμένος
δεδαϊγμένος: see δαΐζω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεδαιγμένος — δαίζω cleave asunder perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάγιος — ία, ον, Α [σφαγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή 2. φονικός 3. (κατ επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία (κατά τον Ησύχ.) «σφαγία ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα» 5. το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”